- σκοροδόφθαλμος
- σκοροδ-όφθαλμος, ον,A with eye elongated antero-posteriorly (a cause of short sight), Aët.7.47.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκοροδόφθαλμος — και σκορδόφθαλμος, ον, Α αυτός που παρουσιάζει επιμήκυνση τών ματιών του από εμπρός προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόροδον + ὀφθαλμός] … Dictionary of Greek